- πόσθης
- πόσθηmembrum virilefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιτομή — Θρησκευτική πρακτική, που συνίσταται στην κοπή του χαλινού της πόσθης ή στην εκτομή ολόκληρης της πόσθης. Η π., που ήταν γνωστή από αρχαίους πολιτισμούς, όπως ο αιγυπτιακός, εφαρμόζεται σήμερα στην εβραϊκή θρησκεία, τον Ισλαμισμό, σε μερικές… … Dictionary of Greek
κύων — ο, η (AM κύων, κυνός, ό, ή) 1. σκύλος («Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι», Ομ. Οδ.) 2. (ως υβριστική λέξη) θρασύς, αναιδής και αναίσχυντος σαν τον σκύλο («δᾱερ ἐμεῑο κυνός, κακομηχάνου ὀκρυοέσσης», Ομ. Ιλ.) 3. πιστός σαν τον σκύλο… … Dictionary of Greek
περιφίμωση — η / περιφίμωσις, ώσεως, ΝΑ [περιφιμώ] πλημμελής κατασκευή τής πόσθης έτσι που να μη μπορεί να τραβηχθεί προς τα πίσω για να αφήνει ελεύθερη τη βάλανο τού πέους … Dictionary of Greek
ποσθίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τής πόσθης και ιδιαίτερα τής ακροποσθίας, που προκαλείται από μικρόβια ή μύκητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. posthitis (< πόσθη + επίθημα ίτιδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά… … Dictionary of Greek
φίμωση — η / φίμωσις, ώσεως, ἡ, ΝΜΑ [φιμῶ / ώνω] 1. έμφραξη πόρου, κλείσιμο διόδου 2. ιατρ. στένωση τής πόσθης τού πέους, που εμποδίζει την έξοδο τής βαλάνου νεοελλ. 1. εφαρμογή φιμώτρου 2. το κλείσιμο τού στόματος κάποιου με ειδικό μέσο ώστε να μην… … Dictionary of Greek
φίμωση — η 1. το κλείσιμο του στόματος, το να φιμώσει κανείς κάτι, βούλωμα, στούμπωμα. 2. επιβολή σιγής, σίγηση, κατάπνιξη φωνής: Η φίμωση του τύπου. 3. (ιατρ.), στένωση της πόσθης του πέους, ώστε να εμποδίζεται η αποκάλυψη της βαλάνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)